ἀπληστεί

ἀπληστεύομαι

ἀπληστία
ἀπληστεύομαι, être insatiable, ne pouvoir se rassasier : τινος, Hipparq. (Stob. Fl. 108, 81) ; ἔν τινι, Spt. Sir. 37, 32 ; περί τι, Chrys. 5, 686, de qqe ch.
Étym. ἄπληστος.