ἀπληστεύομαι

ἀπληστία

ἀπλήστοινος
ἀπληστία, ας () désir insatiable, Plat. Rsp. 562b, Leg. 831d, etc. ; Lys. 121, 41 ; Dém. 614, 7 ; 958, 7, etc.
Étym. ἄπληστος.