Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπλήστοινος
ἀπληστόκορος
ἄπληστος
ἀπληστό·κορος,
ος, ον,
insatiable,
Sib.
14, 5
.
Étym.
ἄ. κόρος
.