ἄπληστος

ἀπλήστως

ἄπλητος
ἀπλήστως, adv. : ἀ. ἔχειν, Plat. Gorg. 493c, ou διακεῖσθαι, Xén. Cyr. 4, 1, 14, etc. être insatiable : ἀ. ἔχειν πρός τι, Isocr. 343d, 412c ; ou ἀ. διακεῖσθαι πρός τι, Isocr. 109d, ou περί τι, Isocr. Antid. § 311, être insatiable de qqe ch.