ἀποϐαδίζω

ἀποϐάθρα

ἀποϐαίνω
ἀποϐάθρα, ας () échelle de débarquement ou d’embarquement, Thc. 4, 12 ; Luc. D. mort. 10, 1, etc. ||
E Ion. -ϐάθρη, Hdt. 9, 98.
Étym. ἀποϐαίνω.