ἀποχειμάζει

ἀποχειροϐίωτος

ἀπόχειρος
ἀπο·χειρο·ϐίωτος, ος, ον, qui vit du travail de ses mains, Hdt. 3, 42 ; Xén. Cyr. 8, 3, 37.
Étym. ἀπό, χείρ, βιόω.