ἀποχειροϐίωτος

ἀπόχειρος

ἀποχειροτονέω-ῶ
ἀπό·χειρος, ος, ον, qui n’est pas sous la main, non préparé, Pol. 23, 14, 8.
Étym. ἀ. χείρ.