ἀποδειπνίδιος

ἀποδειροτομέω-ῶ

ἀποδείρω
ἀπο·δειροτομέω-ῶ (ao. ἀπεδειροτόμησα) couper le cou à, acc. Il. 18, 336 ; 23, 22 ; Luc. D. mer. 13, 3 ; en parl. de troupeaux, Od. 11, 35 ; κεφαλὴν ἀπ. Hés. Th. 280, m. sign.