ἀποδιδρήσκω

ἀποδιδύσκω

ἀποδίδωμι
ἀπο·διδύσκω [] c. ἀποδύω, Artém. 2, 74 ||
Moy. m. sign. Parth. 15.
Étym. ἀπό, *διδύσκω, dér. de δύω avec redoubl.