ἀποδιΐστημι

ἀποδικάζω

ἀποδικεῖν
ἀπο·δικάζω [] acquitter (p. opp. à καταδικάζω) Ant. 147, 5 ; Arstt. Pol. 2, 8, 15 ; Critias (Poll. 8, 25).