ἀποδικάζω

ἀποδικεῖν

ἀποδικέω-ῶ
ἀπο·δικεῖν [] ao. 2 (seul. ind. 3 sg. ἀπέδικεν, Eschl. Ag. 1410 ; impér. 2 sg. ἀπόδικε, Eur. H.f. 1204) jeter dehors, expulser, refouler,(ἀπό, δικεῖν).