ἀποδικεῖν

ἀποδικέω-ῶ

ἀποδινέω-ῶ
ἀπο·δικέω-ῶ [] se défendre en justice, Xén. Hell. 1, 7, 21 ; Antiph. (Bkk. 427).
Étym. ἀπό, δίκη.