ἀποδοκιμάζω

ἀποδοκιμαστέος

ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμαστέος, α, ον [] vb. du préc. Xén. Eq. 3, 8 ; Arstt. Poet. 26 ; Luc. Herm. 18, etc.