ἀποδοκιμαστέος

ἀποδοκιμαστικός

ἀποδοκιμάω-ῶ
ἀποδοκιμαστικός, ή, όν [κῐ] apte à rejeter, à reconnaître indigne, Arr. Epict. 1, 1, 1.