Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω-ῶ
ἀποδόκιμος
ἀπο·δοκιμάω-ῶ
[
ῐ
]
c.
ἀποδοκιμάζω,
Hdt.
1, 199
.
Étym.
sel. d’autres, fut. de
ἀποδοκιμάζω
.