ἀπογαλακτόω-ῶ

ἀπογαληνιάομαι-ῶμαι

ἀπογεία
ἀπο·γαληνιάομαι-ῶμαι ou ἀπογαληνιόομαι-οῦμαι [γᾰ] devenir calme ou serein, en parl. du temps, Démocr. (Fabricii bibliotheca græca 4, 335).
Étym. ἀπό, γαλήνη.