ἀπογάλακτος

ἀπογαλακτόω-ῶ

ἀπογαληνιάομαι-ῶμαι
ἀπο·γαλακτόω-ῶ (part. ao. pass. -γαλακτωθείς) [γᾰ] changer en lait, Antyll. 52, 22.
Étym. ἀπό, γάλα.