ἀπογύμνωσις

ἀπογυναίκωσις

ἀπογωνιόομαι-οῦμαι
ἀπο·γυναίκωσις, εως () [] action d’efféminer, Plut. M. 987f.
Étym. ἀπό, γυναικόω.