ἀπογυναίκωσις

ἀπογωνιόομαι-οῦμαι

ἀποδαίομαι
ἀπο·γωνιόομαι-οῦμαι, se terminer en pointe, Th. C.P. 2, 16, 4.
Étym. ἀπό, γωνία.