ἀπογεφυρόω-ῶ

ἀπογηράσκω

ἀπογίγνομαι
ἀπο·γηράσκω (f. άσομαι ; part. ao. ἀπογηράς) vieillir, Thgn. 819 ; Hpc. 481, 23, etc. ; Arstt. P.A. 2, 15 ; Alex. (Ath. 36f) etc.