ἀποκαλέω-ῶ

ἀποκάλυμμα

ἀποκαλυπτικός
ἀπο·κάλυμμα, ατος (τὸ) [κᾰ] révélation, Hermas (Clém. 426).
Étym. ἀποκαλύπτω.