ἀποκαθαίρω

ἀποκαθαρίζω

ἀποκάθαρμα
ἀπο·καθαρίζω [κᾰᾰ] c. le préc. Spt. Tob. 12, 9 (fut. 3 sg. -ιεῖ); Job 25, 4.
Étym. ao. inf. -ίσαι.