ἀποκαθαρίζω

ἀποκάθαρμα

ἀποκάθαρσις
ἀποκάθαρμα, ατος (τὸ) [κᾰ] matière sécrétée, Arstt. P.A. 4, 2, 10.
Étym. ἀποκαθαίρω.