ἀποκαθαρτέον

ἀποκαθαρτικός

ἀποκαθεύδω
ἀποκαθαρτικός, ή, όν [κᾰ] propre à nettoyer, à purifier, Diosc. 3, 25.
Étym. ἀποκαθαίρω.