Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθαρτέον
[
κᾰ
]
vb. d’
ἀποκαθαίρω,
Arstd.
t. 1, 25
.