ἀποκαθιστάνω

ἀποκαθιστάω-ῶ

ἀποκαθίστημι
ἀπο·καθιστάω-ῶ, c. le suiv. Arstt. Metaph. 11, 8, 12 ; Duris (Ath. 606d); DS. 1, 78.