Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀπο·κεκαλυμμένως
[
κᾰ
]
adv.
à découvert,
Isocr.
171
e
.
Étym.
ἀποκαλύπτω
.