Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκληρωμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
[
ῡ
]
adv.
hardiment,
Thém.
107
e
.
Étym.
ἀποκινδυνεύω
.