ἀποκινέω-ῶ

ἀπόκινος

ἀποκιρσόομαι-οῦμαι
ἀπό·κινος, ου () []
1 fuite, évasion, Ar. Eq. 20 ||
2 sorte de danse comique, Ath. 629c.
Étym. ἀπό, κινέω.