ἀπόκινος

ἀποκιρσόομαι-οῦμαι

ἀποκίρσωσις
ἀπο·κιρσόομαι-οῦμαι, se dilater en forme de varice, P. Eg. 272 Briau ; Gal. 7, 409, 410 ; Archig. (Gal. 7, 413).