ἀποκραιπαλάω-ῶ

ἀποκρανίζω

ἀποκρατέω-ῶ
ἀπο·κρανίζω (impf. ἀπεκράνιζον) [ᾱν] faire tomber de la tête, Anth. 6, 255.
Étym. ἀ. κρανίον.