ἀπόκρατος

ἀποκρέμαμαι

ἀποκρεμάννυμι
ἀπο·κρέμαμαι, (impf. ἀπεκρεμάμην) être suspendu, Arstt. H.A. 5, 21, 4 ; Q. Sm. 11, 197.