Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρέμασις
ἀποκρεμάω-ῶ
ἀποκρέμασις,
εως
(
ἡ
) [
μᾰ
] suspension,
Aét.
3, 48
.
Étym.
ἀποκρεμάννυμι
.