Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπόκτησις
ἀπόκτητος
ἀποκτίννυμι
ἀπόκτητος,
ος, ον,
qu’on a aliéné,
Clém.
639 ;
Chrys.
4, 212
.
Étym.
ἀποκτάομαι
.