ἀποκηδεύω

ἀποκηδέω-ῶ

ἀποκηδής
ἀποκηδέω-ῶ (ao. part. duel ἀποκηδήσαντε) se relâcher, faiblir, Il. 23, 413.
Étym. ἀποκηδής.