ἀποκηδέω-ῶ

ἀποκηδής

ἀπόκηρος
ἀπο·κηδής, ής, ές, insouciant, Gal. Lex. Hipp. 19, 84 au cp. -έστερος.
Étym. ἀπό, κῆδος.