ἀπολυμαίνομαι

ἀπολυμαντήρ

ἀπολυπραγμόνητος
ἀπολυμαντήρ, ῆρος () [] qui détruit, qui bouleverse, Od. 17, 220, 377.
Étym. ἀπολυμαίνομαι.