ἀπολυμαντήρ

ἀπολυπραγμόνητος

ἀπολυπραγμόνως
ἀ·πολυπραγμόνητος, ος, ον, dont il ne faut pas s’occuper avec trop de soin, Nyss. 1, 208 a, etc.
Étym. ἀ, πολυπραγμονέω.