Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπομαλακίζομαι
ἀπομαλακόομαι-οῦμαι
ἀπομαλθακίζομαι
ἀπο·μαλακόομαι-οῦμαι
[
μᾰᾰ
]
c. le préc.
Plut.
Pel.
21
.
Étym.
var.
ἀπομαλθακόομαι
.