ἀπομαλακόομαι-οῦμαι

ἀπομαλθακίζομαι

ἀπομαλθακόομαι-οῦμαι
ἀπο·μαλθακίζομαι [θᾰ] c. les préc. Plut. M. 62a.
Étym. ἀπό, μαλθακός.