ἀπομνημόνευμα

ἀπομνημόνευσις

ἀπομνημονεύω
ἀπομνημόνευσις, εως () action de rappeler, mention, Arstt. Top. 8, 14, 7 ; Plut. M. 44e.
Étym. ἀπομνημονεύω.