ἀπονεμητέος

ἀπονεμητικός

ἀπονεμητικῶς
ἀπονεμητικός, ή, όν, qui distribue, qui répartit : τὸ ἀπονεμητικόν, M. Ant. 1, 16, la justice distributive.
Étym. ἀπονέμω.