ἀποπαύω

ἀπόπειρα

ἀποπειράζω
ἀπό·πειρα, ας ()
1 essai, épreuve, Hdt. 8, 9 ; Thc. 7, 21 ||
2 preuve, Phil. 1, 543, etc.
Étym. ἀπό, πεῖρα.