ἀποπέμπω

ἀπόπεμψις

ἀποπενθέω-ῶ
ἀπόπεμψις, εως ()
1 envoi, Hdt. 7, 148 ||
2 renvoi, répudiation, Dém. 1365, 12.
Étym. ἀποπέμπω.