ἀποπεμπτέος

ἀποπεμπτικός

ἀποπεμπτόω-ῶ
ἀποπεμπτικός, ή, όν, qui concerne le renvoi ou le départ : ἀ. ὕμνος, Mén. rhét. 9, 136 W. hymne d’adieu.
Étym. ἀποπέμπω.