ἀποπεμπτικός

ἀποπεμπτόω-ῶ

ἀποπέμπω
ἀπο·πεμπτόω-ῶ, prélever le cinquième de, acc. Spt. Gen. 41, 34 ; 47, 26, etc.
Étym. ἀπό, πέμπτος.