ἀποφλεγμαίνω

ἀποφλεγματίζω

ἀποφλεγματικός
ἀπο·φλεγματίζω [μᾰ] faire évacuer les phlegmes, Diosc. 2, 188, etc.
Étym. ἀ. φλέγμα.