ἀποφλεγματίζω

ἀποφλεγματικός

ἀποφλεγματισμός
ἀποφλεγματικός, ή, όν [μᾰ] propre à faire évacuer les phlegmes, Gal. 13, 135, etc.
Étym. ἀποφλεγματίζω.