ἀποφλεγματισμός

ἀποφλογόομαι-οῦμαι

ἀποφλοιόω-ῶ
ἀπο·φλογόομαι-οῦμαι, s’enflammer, M. Tyr. p. 425.
Étym. ἀ. φλόξ.