Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποφλεγματισμός
ἀποφλογόομαι-οῦμαι
ἀποφλοιόω-ῶ
ἀπο·φλογόομαι-οῦμαι,
s’enflammer,
M. Tyr.
p. 425
.
Étym.
ἀ. φλόξ
.