ἀποφλεγματικός

ἀποφλεγματισμός

ἀποφλογόομαι-οῦμαι
ἀποφλεγματισμός, οῦ () [μᾰ] expulsion des phlegmes, Diosc. 5, 4, etc.
Étym. ἀποφλεγματίζω.